διέλαμψε

διέλαμψε
διαλάμπω
shine through
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαλάμπω — διέλαμψα, διακρίνομαι, ακτινοβολώ: Διέλαμψε τη βραδιά της απονομής των βραβείων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”